κοραλλένιος

κοραλλένιος
-α, -ο (Μ κοραλλένιος, -α, -ο) [κοράλλι]
1. αυτός που αποτελείται ή έχει κατασκευαστεί από κοράλλια («κοραλλένιο βραχιόλι»)
2. αυτός που έχει το χρώμα τού κοραλλιού, κόκκινος σαν κοράλλι («κοραλλένια χείλια»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κοραλλένιος, -ια, -ιο — και κοράλλινος, η, ο 1. ο κατασκευασμένος από κοράλλια: Αγόρασε κοραλλένιο περιδέραιο. 2. ο κόκκινος σαν το κοράλλι: Έχει κοραλλένια χείλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοράλλι — Αποικιακό κνιδόζωο της ομοταξίας των ανθοζώων. Υπάρχουν περισσότερα από 200 είδη κ., τα οποία ταξινομούνται σε δύο μεγάλες υφομοταξίες, τα σκληρακτίνια και τα οκτωκοράλλια. Στα σκληρακτίνια περιλαμβάνονται τα γνήσια κ., τα οποία εκκρίνουν… …   Dictionary of Greek

  • κοράλλινος — η, ο κοραλλένιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοράλλι. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Δημήτρ. Αλ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • μερτζανόχειλος — η, ο αυτός που έχει χείλη σαν το μερτζάνι, κοραλλένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μερτζάνι + χείλος] …   Dictionary of Greek

  • κοράλλινος — η, ο βλ. κοραλλένιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”