- κοραλλένιος
- -α, -ο (Μ κοραλλένιος, -α, -ο) [κοράλλι]1. αυτός που αποτελείται ή έχει κατασκευαστεί από κοράλλια («κοραλλένιο βραχιόλι»)2. αυτός που έχει το χρώμα τού κοραλλιού, κόκκινος σαν κοράλλι («κοραλλένια χείλια»).
Dictionary of Greek. 2013.